ιματιοφύλακας

ιματιοφύλακας
[-αξ (-ακος)] ο , η гардеробщи|к, -ца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ιματιοφύλακας" в других словарях:

  • βεστιάριος — βεστιάριος, ο (Μ) θησαυροφύλακας του κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vestiarius( ii) «ιματιοπώλης, ιματιοφύλακας», ουσιαστικοποιημένος τ. αρσ. του επιθ. vestiarius, a, um «ο σχετικός με τα ρούχα» < vestis ( is) «ένδυμα»] …   Dictionary of Greek

  • καμψάριος — καμψάριος, ὁ (Α) δούλος που φύλαγε τα ρούχα τών λουομένων στα βαλανεία, στα λουτρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. capsarius «ιματιοφύλακας» (< capsa «κιβώτιο»)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοβεστιάριος — και πρωτοβεστιάρης και πρωτοβεστιαρίτης, ο, ΝΜ (στο Βυζ.) ανώτερος αυλικός που ήταν υπεύθυνος τού βασιλικού βεστιαρίου, τής βασιλικής ιματιοθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βεστιάριος / βεστιαρίτης «ιματιοφύλακας»] …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»